- μπατίστα
- batiste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπατίστα — και βατίστα, η είδος λινού υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. batista < γαλλ. batiste από το όνομα τού Batiste Chambray, που ανέπτυξε τη βιομηχανία λινών στη Φλάνδρα] … Dictionary of Greek
Μπατίστα, Φουλγκένθιο Ζαλντιβάρ — (Fulgencio Batista Y Zaldivar, Κούβα 1901 – Ισπανία 1973). Κουβανός στρατιωτικός δικτάτορας. Γόνος οικογένειας μιγάδων (μίξη καυκάσιας, αφρικανικής, ινδιάνικης και κινέζικης καταγωγής) εργατών σε φυτείες σακχαροκάλαμου, το 1921 προσχώρησε στις… … Dictionary of Greek
Αλμπέρτι, Λεόνε Μπατίστα — (Leonne Batista Alberti, Γένοβα 1404 – Ρώμη 1472). Ιταλός αρχιτέκτονας, λόγιος και ουμανιστής. Σπούδασε στην Πάντοβα και στην Μπολόνια και έζησε στη Ρώμη. Λόγω των καθηκόντων του στη γραμματεία της Αγίας Έδρας, έφευγε συχνά για ταξίδια στην… … Dictionary of Greek
Πιατσέτα, Τζοβάννι Μπατίστα — (Piazzetta, Βενετία 1682 1754). Ιταλός ζωγράφος. Μαθήτευσε στη Βενετία, κοντά στον Αντόνιο Μολινάρι και από το 1703 μέχρι το 1711 στη Μπολόνια, κοντά στον Τζουζέπε Μαρία Κρέσπι. Ύστερα επέστρεψε στη Βενετία όπου και παράμεινε μέχρι τον θάνατό του … Dictionary of Greek
Πιρανέζι, Τζοβάννι Μπατίστα — (Piranesi, Μολιάνο, Βένετο 1720 – Ρώμη 1778). Ιταλός χαράκτης, αρχιτέκτονας και διοκιμιογράφος. Ο μεγαλύτερος Ιταλός χαράκτης του 18ου αι. προτιμούσε να αυτοκαλείται βενετσιάνος αρχιτέκτονας· κι αυτό όχι μόνο επειδή η πρώτη του διαμόρφωση στη… … Dictionary of Greek
Αντζιολέτι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Angioletti, 1896 – 1961). Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Υπήρξε συνδιευθυντής της Italia Letteraria (1928 34), διευθυντής της Fiera Letteraria (1946 48) και από το 1952 του περιοδικού L’ Approdo.Έγραψε πολλά έργα,… … Dictionary of Greek
Βακαρίνι, Τζοβάν Μπατίστα — (GiovanBatista Vaccarini, Παλέρμο 1702 – 1768). Ιταλός αρχιτέκτονας, γνωστός για την ικανότητά του να κατασκευάζει επιστημονικά όργανα από νεαρή ηλικία. Αργότερα έγινε κληρικός και το 1730 εγκαταστάθηκε στην Κατάνη, όπου συνεργάστηκε για την… … Dictionary of Greek
Μορόνι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Moroni, Αλμπίνο, Μπέργκαμο 1529 – Μπέργκαμο 1578). Ιταλός ζωγράφος, δημιουργός θρησκευτικών πινάκων, αλλά κυρίως δυνατός προσωπογράφος, ενδιαφερόμενος για την ακριβή απόδοση του χαρακτήρα των μορφών του. Μαζί με τους… … Dictionary of Greek
Περγκoλέζι Τζοβάννι Μπατίστα — (Pergolesi, Ιέζι Ανκόνα 1710 – Ποτσουόλι, Νεάπολη 1736). Ιταλός συνθέτης. Το πρόωρο ταλέντο του παρακίνησε τους παιδαγωγούς του να τον στείλουν να σπουδάσει βιολί και σύνθεση στο ωδείο της Νεάπολης. Οι βασικές γραμμές της κλίσης του, δηλαδή η… … Dictionary of Greek
Φοτζίνι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Foggini, 1652 – 1725). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Φιλοτέχνησε το μνημείο του γερουσιαστή Ντονάτο ντελ’ Αντέλα και τον ανδριάντα του αγίου Παύλου, στη Φλωρεντία, καθώς και πλήθος άλλων έργων στην ίδια πόλη και στην Πίζα. Αριστούργημά του… … Dictionary of Greek
Σπανιόλι, Τζιοβάνι Μπατίστα, ο λεγόμενος Μπατίστα Μαντοβάνο — (Spagnoli). Ιταλός ουμανιστής και συγγραφέας (Μάντοβα 1447 1516). Ήταν γιος Ισπανού από την Κόρδοβα και πολύ νέος μπήκε στο τάγμα των καρμελιτών. Δίδαξε θεολογία στο πανεπιστήμιο της Μπολόνιας και το 1513 έγινε βικάριος του τάγματός του. Έγραψε… … Dictionary of Greek